νοσφιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοσφιστής < νοσφίζω/νοσφιῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νοσφιστής αρσενικό