νουνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νουνίζω < αρχαία ελληνική νοῦς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /nuˈni.zɔ/

Ρήμα[επεξεργασία]

νουνίζω

  1. σκέφτομαι, υποβάλλω κάτι σε νοητική επεξεργασία
  2. εξετάζω με το μυαλό μου διαφορετικές εκδοχές

Παροιμίες[επεξεργασία]

  • Ο αχουλής ους να νουνίζ’, ο παλαλόν κρούει και διαβαίν’: Μέχρι να το σκεφτεί ο μυαλομένος, ο τρελός χτυπάει και φεύγει

Δείτε επίσης[επεξεργασία]