ντίζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντίζα οι ντίζες
      γενική της ντίζας των ντιζών
    αιτιατική την ντίζα τις ντίζες
     κλητική ντίζα ντίζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τμήμα μεταλλικής ντίζας (2)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντίζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική duse

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντίζα θηλυκό

  1. συρματόσχοινο για μεταφορά κίνησης
    Κόπηκε η ντίζα του φρένου.
  2. μεταλλική στρογγυλή βέργα με βόλτες
    Αντί για βίδες μπορείτε να χρησιμοποιήσετε κομμάτια ντίζας.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]