νταλιάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νταλιάνι | τα | νταλιάνια |
γενική | του | νταλιανιού | των | νταλιανιών |
αιτιατική | το | νταλιάνι | τα | νταλιάνια |
κλητική | νταλιάνι | νταλιάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νταλιάνι ουδέτερο
- είδος παλιού κοντού εμπροσθογεμούς ντουφεκιού
- (ναυτικός όρος, εργαλείο, αλιεία) λαβυρινθοειδής παγίδα ψαρέματος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (της παγίδας ψαριών) θυννείο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- νταλιάνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νταλιάνι
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αλιεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)