νταλκάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νταλκάς οι νταλκάδες
      γενική του νταλκά των νταλκάδων
    αιτιατική τον νταλκά τους νταλκάδες
     κλητική νταλκά νταλκάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νταλκάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική dalga (με [d]>[k]) + [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νταλκάς και νταλγκάς αρσενικό

  1. δυνατή επιθυμία, πόθος συχνά ανεκλπήρωτος, καημός
  2. διακαής έρωτας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις

τι νταλγκά βαράς;

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]