ντεγκιστασιόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντεγκιστασιόν < γαλλική dégustation
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντεγκιστασιόν θηλυκό άκλιτο
- γευσιγνωστική ή γευστική δοκιμή που αφορά ποτά, σούπες και φαγητά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντεγκιστασιόν
|