ντελής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ντελής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντελής οι ντελήδες
      γενική του ντελή των ντελήδων
    αιτιατική τον ντελή τους ντελήδες
     κλητική ντελή ντελήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντελής < μεσαιωνική ελληνική ντελής < τουρκική deli + < παλαιά τουρκική telü < πρωτοτουρκική *tälig / *dẹ̄l(b)ü-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /deˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντε‐λής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντελής αρσενικό

  1. (παρωχημένο) τρελός, παράτολμος
  2. (παρωχημένο) σφοδρός, που αποδίδεται κυρίως σε άνεμο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]