ντελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντελής | οι | ντελήδες |
γενική | του | ντελή | των | ντελήδων |
αιτιατική | τον | ντελή | τους | ντελήδες |
κλητική | ντελή | ντελήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντελής < μεσαιωνική ελληνική ντελής < τουρκική deli + -ς < παλαιά τουρκική telü < πρωτοτουρκική *tälig / *dẹ̄l(b)ü-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /deˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντε‐λής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντελής αρσενικό
- (παρωχημένο) τρελός, παράτολμος
- (παρωχημένο) σφοδρός, που αποδίδεται κυρίως σε άνεμο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντελής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)