ντεμέκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντεμέκ < (άμεσο δάνειο) τουρκική demek
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ντεμέκ
- (ιδιωματικό) δήθεν, τάχα
ντεμέκ