ντεμπούτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντεμπούτο τα ντεμπούτα
      γενική του ντεμπούτου των ντεμπούτων
    αιτιατική το ντεμπούτο τα ντεμπούτα
     κλητική ντεμπούτο ντεμπούτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντεμπούτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική debutto

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντεμπούτο ουδέτερο

  • η αρχή μιας καριέρας· η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως για ηθοποιούς
    την ερχόμενη Παρασκευή κάνει το ντεμπούτο του στο πόστο του τεχνικού της ομάδας
    εκδόθηκε άλμπουμ με τα καλύτερα ντεμπούτα της ροκ μουσικής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]