ντενεκές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντενεκές οι ντενεκέδες
      γενική του ντενεκέ των ντενεκέδων
    αιτιατική τον ντενεκέ τους ντενεκέδες
     κλητική ντενεκέ ντενεκέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντενεκές < (άμεσο δάνειο) τουρκική teneke με ηχηροποίηση [t] > [d] από την έναρθρη αιτιατική (τον τενεκέ: ton te> tonde > ton de][1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.neˈces/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντενεκές αρσενικό

Υποκοριστικά[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]