ντεπώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντεπώ ουδέτερο άκλιτο

  • παρωχημένη γραφή του ντεπό (μη απλοποιημένη, σε μίμηση της κατάληξης για τη γαλλική dépôt)