ντεσού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντεσού < (άμεσο δάνειο) γαλλική dessous
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντεσού ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) γυναικείο εσώρουχο
- ό,τι δεν γίνεται φανερό σε μια υπόθεση και είναι άγνωστο τους πολλούς
- Τα ξέρω εγώ όλα τα ντεσού της υπόθεσης! Αν μιλήσω στους δημοσιογράφους θα βγουν όλα τα άπλυτα στη φόρα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)