ντεσού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντεσού < (άμεσο δάνειο) γαλλική dessous

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντεσού ουδέτερο άκλιτο

  1. (ενδυμασία) γυναικείο εσώρουχο
  2. ό,τι δεν γίνεται φανερό σε μια υπόθεση και είναι άγνωστο τους πολλούς
    Τα ξέρω εγώ όλα τα ντεσού της υπόθεσης! Αν μιλήσω στους δημοσιογράφους θα βγουν όλα τα άπλυτα στη φόρα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]