ντιβιζιονισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντιβιζιονισμός οι ντιβιζιονισμοί
      γενική του ντιβιζιονισμού των ντιβιζιονισμών
    αιτιατική τον ντιβιζιονισμό τους ντιβιζιονισμούς
     κλητική ντιβιζιονισμέ ντιβιζιονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντιβιζιονισμός < γαλλική divisionnisme < division + -isme < λατινική divisio < divido

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντιβιζιονισμός αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]