ντιζέζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντιζέζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική diseuse, θηλυκό του diseur
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /diˈzez/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντι‐ζέζ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντιζέζ θηλυκό άκλιτο
- (παρωχημένο, επάγγελμα) θηλυκό του ντιζέρ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντιζέζ
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)