ντολμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντολμάς οι ντολμάδες
      γενική του ντολμά των ντολμάδων
    αιτιατική τον ντολμά τους ντολμάδες
     κλητική ντολμά ντολμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντολμάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική طولمه (τουρκική dolma +
Ντολμάδες με αμπελόφυλλα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dolˈmas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντολ‐μάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντολμάς αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]