ντοπέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντοπέ < γαλλική dopé, ντοπαρισμένος

Επίθετο[επεξεργασία]

ντοπέ άκλιτο

→ δείτε τη λέξη  ντοπαρισμένος