ντοσιέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντοσιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική dossier
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντοσιέ ουδέτερο άκλιτο
- χαρτοφύλακας, φάκελος που περιέχει έγγραφα, συνήθως με σκληρό εξώφυλλο, χάρτινο ή δερμάτινο