ντουμπλάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντουμπλάρω < γαλλική doubler • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα[επεξεργασία]

ντουμπλάρω

  1. αντικαθιστώ, σε κινηματογραφική ταινία, τη φωνή ενός ηθοποιού ή τον ίδιο τον ηθοποιό
  2. (παρωχημένο) προσθέτω εσωτερικά ένα ύφασμα πιο χοντρό και με μεγαλύτερη αντοχή
    → δείτε  φοδράρω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]