ντουμπλάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντουμπλάρω < γαλλική doubler • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα[επεξεργασία]
ντουμπλάρω
- αντικαθιστώ, σε κινηματογραφική ταινία, τη φωνή ενός ηθοποιού ή τον ίδιο τον ηθοποιό
- (παρωχημένο) προσθέτω εσωτερικά ένα ύφασμα πιο χοντρό και με μεγαλύτερη αντοχή
- → δείτε φοδράρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντουμπλάρω
|