ντουχιουντίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντουχιουντίζω < σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι, προβληματίζομαι, συλλογίζομαι, αναρωτιέμαι, ξεμετρώ το νου

Ρήμα[επεξεργασία]

ντουχιουντίζω