ντρεσάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντρεσάζ < γαλλική dressage < dresser + -age < δημώδης λατινική *dīrectio < λατινική directus < dirigo < rego / rex
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντρεσάζ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) ιππικό άθλημα στο οποίο το άλογο και ο αναβάτης εκτελούν μια δοκιμή συγκεκριμένων κινήσεων σε μια αρένα και κρίνονται από την υπακοή του αλόγου, την αποδοχή του χαλινού και των βοηθημάτων του αναβάτη, τους βηματισμούς και την αρμονία μεταξύ αλόγου και αναβάτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)