ντόμπρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντόμπρος < σλαβική dobro (καλό)
Επίθετο[επεξεργασία]
ντόμπρος
- ειλικρινής, χωρίς προσποιήσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ντομπροσύνη
- ντόμπρα (επίρρημα)