ντύνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈdi.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντύ‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ντύνομαι, π.αόρ.: ντύθηκα, μτχ.π.π.: ντυμένος
- παθητική φωνή του ρήματος ντύνω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ντύνομαι στα λευκά: (για γυναίκα) παντρεύομαι
- ντύνομαι στα μαύρα: κάποιος κοντινός μου πέθανε
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντύνομαι