νυσταγμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νυσταγμός οι νυσταγμοί
      γενική του νυσταγμού των νυσταγμών
    αιτιατική τον νυσταγμό τους νυσταγμούς
     κλητική νυσταγμέ νυσταγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νυσταγμός < αρχαία ελληνική νυσταγμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νυσταγμός αρσενικό

  1. (ιατρική) σπασμός των μυών του ματιού που προκαλούν ταλαντευτική κίνηση των ματιών
    πιο συνηθισμένες μορφές του νυσταγμού είναι ο οριζόντιος και ο κάθετος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νυσταγμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νυσταγμός αρσενικό

  1. έντονη τάση για ύπνο