νυσταγμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νυσταγμός < αρχαία ελληνική νυσταγμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νυσταγμός αρσενικό
- (ιατρική) σπασμός των μυών του ματιού που προκαλούν ταλαντευτική κίνηση των ματιών
- πιο συνηθισμένες μορφές του νυσταγμού είναι ο οριζόντιος και ο κάθετος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νυσταγμός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
νυσταγμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νυσταγμός αρσενικό
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)