νυσταλέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νυσταλέος < (ελληνιστική κοινή) νυσταλέος
Επίθετο[επεξεργασία]
νυσταλέος, -α, -ο
- που πάντα νυστάζει
- (μεταφορικά) που δεν δείχνει ενεργητικότητα, αργός, νωθρός
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νυσταλέος < νυστάζω
Επίθετο[επεξεργασία]
νυσταλέος, -α, -ον