νόσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νόσος οι νόσοι
      γενική της νόσου των νόσων
    αιτιατική τη νόσο τις νόσους
     κλητική νόσε νόσοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νόσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νόσος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈno.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νό‐σος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νόσος θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νόσος αἱ νόσοι
      γενική τῆς νόσου τῶν νόσων
      δοτική τῇ νόσ ταῖς νόσοις
    αιτιατική τὴν νόσον τὰς νόσους
     κλητική ! νόσε νόσοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νόσω
γεν-δοτ τοῖν  νόσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νόσος < λείπει η ετυμολογία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νόσος, -ου θηλυκό

  1. ασθένεια, αρρώστια
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 10. Ἱπποκλεῖ Θεσσαλῷ παιδὶ διαυλοδρόμῳ, 42 (10.42-10.43)
    νόσοι δ᾽ οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται | ἱερᾷ γενεᾷ·
    κι ούτε οι αρρώστιες ούτε τα φριχτά γεράματα | την άγια αυτή γενιά δεν βασανίζουν·
    Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 87.1
    Τοῦ δ᾽ ἐπιγιγνομένου χειμῶνος ἡ νόσος τὸ δεύτερον ἐπέπεσε τοῖς Ἀθηναίοις, ἐκλιποῦσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν, ἐγένετο δέ τις ὅμως διοκωχή.
    Τον επόμενο χειμώνα η επιδημία ξανάρθε για δεύτερη φορά στην Αθήνα. Δεν είχε ποτέ εξαφανιστεί εντελώς, αλλά είχε σημειώσει ύφεση.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά, Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 160b
    μὴ μόνον τοῦ ζῆν ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀποθνῄσκειν τὴν τροφὴν ἐφόδιον οὖσαν. ἐκ ταύτης γὰρ αἱ νόσοι, συντρεφόμεναι τοῖς σώμασιν οὐκ ἔλαττον ἐνδείας κακὸν ἔχουσι τὴν πλήρωσιν· πολλάκις δὲ καὶ μεῖζόν ἐστιν ἔργον τοῦ πορίσαι τροφὴν καὶ συναγαγεῖν τὸ καταναλῶσαι καὶ διαφορῆσαι πάλιν εἰς τὸ σῶμα παραγενομένην.
    η τροφή συντελεί όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στον θάνατο. Γιατί, μαζί με τα σώματα, από αυτήν τρέφονται και οι αρρώστιες, βρίσκοντας στην πλήρωση ένα κακό όχι μικρότερο από αυτό που προκαλεί η έλλειψη· και δεν είναι καθόλου λίγες οι φορές που η αφομοίωση της τροφής —από τη στιγμή που έχει εισαχθεί στο σώμα— και ύστερα η κατανομή της είναι πιο δύσκολο πράγμα από την εξασφάλιση και τη συγκέντρωσή της.
    Κείμενο & Μετάφραση (2004): Λυπουρλής, Δημήτριος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr
  2. (γενικότερα) στενοχώρια, δυστυχία, πόνος, λύπη
  3. διανοητική ασθένεια
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 750 (750-751)
    πῶς τάδ᾽ οὐ νόσος φρενῶν | εἶχε παῖδ᾽ ἐμόν;
    λοιπόν πώς δεν ήταν του νου βλάβη | που έπιασε το γιο μου αυτή;
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
  4. πληγή, δηλητήριο
  5. (για πολιτικά καθεστώτα) αναρχία
  6. (μεταφορικά) όλεθρος, καταστροφή, μάστιγα, πανούκλα
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πρωταγόρας, 322d
    καὶ νόμον γε θὲς παρ᾽ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως.
    Και βάλε ένα νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας».
    Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]