νόσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νόσος | οι | νόσοι |
γενική | της | νόσου | των | νόσων |
αιτιατική | τη | νόσο | τις | νόσους |
κλητική | νόσε | νόσοι | ||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νόσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νόσος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈno.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νό‐σος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νόσος θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ανοσία
- άνοσος & συγγενικά
- νοσο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νοσο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νόσος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- νόσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- νόσος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νόσος | αἱ | νόσοι |
γενική | τῆς | νόσου | τῶν | νόσων |
δοτική | τῇ | νόσῳ | ταῖς | νόσοις |
αιτιατική | τὴν | νόσον | τὰς | νόσους |
κλητική ὦ! | νόσε | νόσοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νόσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νόσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νόσος < → λείπει η ετυμολογία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νόσος, -ου θηλυκό
- ασθένεια, αρρώστια
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 10. Ἱπποκλεῖ Θεσσαλῷ παιδὶ διαυλοδρόμῳ, 42 (10.42-10.43)
- νόσοι δ᾽ οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται | ἱερᾷ γενεᾷ·
- κι ούτε οι αρρώστιες ούτε τα φριχτά γεράματα | την άγια αυτή γενιά δεν βασανίζουν·
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- νόσοι δ᾽ οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται | ἱερᾷ γενεᾷ·
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 87.1
- Τοῦ δ᾽ ἐπιγιγνομένου χειμῶνος ἡ νόσος τὸ δεύτερον ἐπέπεσε τοῖς Ἀθηναίοις, ἐκλιποῦσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν, ἐγένετο δέ τις ὅμως διοκωχή.
- Τον επόμενο χειμώνα η επιδημία ξανάρθε για δεύτερη φορά στην Αθήνα. Δεν είχε ποτέ εξαφανιστεί εντελώς, αλλά είχε σημειώσει ύφεση.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- Τοῦ δ᾽ ἐπιγιγνομένου χειμῶνος ἡ νόσος τὸ δεύτερον ἐπέπεσε τοῖς Ἀθηναίοις, ἐκλιποῦσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν, ἐγένετο δέ τις ὅμως διοκωχή.
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά, Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 160b
- μὴ μόνον τοῦ ζῆν ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀποθνῄσκειν τὴν τροφὴν ἐφόδιον οὖσαν. ἐκ ταύτης γὰρ αἱ νόσοι, συντρεφόμεναι τοῖς σώμασιν οὐκ ἔλαττον ἐνδείας κακὸν ἔχουσι τὴν πλήρωσιν· πολλάκις δὲ καὶ μεῖζόν ἐστιν ἔργον τοῦ πορίσαι τροφὴν καὶ συναγαγεῖν τὸ καταναλῶσαι καὶ διαφορῆσαι πάλιν εἰς τὸ σῶμα παραγενομένην.
- η τροφή συντελεί όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στον θάνατο. Γιατί, μαζί με τα σώματα, από αυτήν τρέφονται και οι αρρώστιες, βρίσκοντας στην πλήρωση ένα κακό όχι μικρότερο από αυτό που προκαλεί η έλλειψη· και δεν είναι καθόλου λίγες οι φορές που η αφομοίωση της τροφής —από τη στιγμή που έχει εισαχθεί στο σώμα— και ύστερα η κατανομή της είναι πιο δύσκολο πράγμα από την εξασφάλιση και τη συγκέντρωσή της.
- Κείμενο & Μετάφραση (2004): Λυπουρλής, Δημήτριος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr
- μὴ μόνον τοῦ ζῆν ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀποθνῄσκειν τὴν τροφὴν ἐφόδιον οὖσαν. ἐκ ταύτης γὰρ αἱ νόσοι, συντρεφόμεναι τοῖς σώμασιν οὐκ ἔλαττον ἐνδείας κακὸν ἔχουσι τὴν πλήρωσιν· πολλάκις δὲ καὶ μεῖζόν ἐστιν ἔργον τοῦ πορίσαι τροφὴν καὶ συναγαγεῖν τὸ καταναλῶσαι καὶ διαφορῆσαι πάλιν εἰς τὸ σῶμα παραγενομένην.
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 10. Ἱπποκλεῖ Θεσσαλῷ παιδὶ διαυλοδρόμῳ, 42 (10.42-10.43)
- (γενικότερα) στενοχώρια, δυστυχία, πόνος, λύπη
- διανοητική ασθένεια
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 750 (750-751)
- πῶς τάδ᾽ οὐ νόσος φρενῶν | εἶχε παῖδ᾽ ἐμόν;
- λοιπόν πώς δεν ήταν του νου βλάβη | που έπιασε το γιο μου αυτή;
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- πῶς τάδ᾽ οὐ νόσος φρενῶν | εἶχε παῖδ᾽ ἐμόν;
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 750 (750-751)
- πληγή, δηλητήριο
- (για πολιτικά καθεστώτα) αναρχία
- (μεταφορικά) όλεθρος, καταστροφή, μάστιγα, πανούκλα
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Πρωταγόρας, 322d
- καὶ νόμον γε θὲς παρ᾽ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως.
- Και βάλε ένα νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας».
- Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr
- καὶ νόμον γε θὲς παρ᾽ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως.
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Πλάτων, Πρωταγόρας, 322d
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀκεσσίνοσος
- ἀνειμένοσος
- ἄνοσος
- ἐπίνοσος
- νευρόνοσος
- νοσίζω
- νοσοβαρής
- νοσοεργός
- νοσογνωμονικός
- νοσογνώμων
- νοσόθυμος
- νοσοκομεῖον
- νοσοκομέω (και τα παράγωγά του)
- νοσολογέω
- νοσολύτης
- νοσομελής
- νοσοποιέω
- νοσοποιός
- νοσοτροφία
- νοσοτυφέω
- νοσοφόρος
- νοσώδης
- νόσωσις
- παυσίνοσος
- πολύνοσος
- → και δείτε τις λέξεις νοσέω και νοσηλεύω
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- νόσος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νόσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νόσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πίνδαρο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)