ξάσμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξάσμα τα ξάσματα
      γενική του ξάσματος των ξασμάτων
    αιτιατική το ξάσμα τα ξάσματα
     κλητική ξάσμα ξάσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξάσμα < αρχαία ελληνική ξάσμα < ξαίνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξάσμα ουδέτερο

  1. το προϊόν του ξασίματος, το λαναρισμένο έριο
  2. παλιότερα, ήταν η ποσότητα ξασμένης καννάβεως που χρειαζόταν ο σχοινοπλόκος για να πλέξει σχοινί και που την στερέωνε στη μέση του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]