ξέγνοιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέγνοιαστος < μεσαιωνική ελληνική ξέγνοιαστος < ξεγνοιάζω
Επίθετο[επεξεργασία]
ξέγνοιαστος, -η, -ο
- άλλη μορφή του ξένοιαστος