ξέπλυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέπλυμα < ξεπλένω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξέπλυμα ουδέτερο
- το ξέβγαλμα, η ρήψη άφθονου νερού για να καθαριστούν τα πλυμένα από τα σαπούνια
- (μεταφορικά) η κάθαρση μέσω νομότυπων επιχειρήσεων και χρηματιστηριακών συναλλαγών του βρώμικου χρήματος, εκείνου που αποκτήθηκε με παράνομες δραστηριότητες ή που δεν φορολογείται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρήμα