ξέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέω < αρχαία ελληνική ξέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *qseso < *qes- (γδέρνω, χαράσσω)
Ρήμα[επεξεργασία]
ξέω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξέω
|