ξαναφορμάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξαναφορμάρω
- ξαναδίνω την επιθυμητή φόρμα ή μορφή είτε με καλούπι (π.χ. στα γλυκά) είτε με χτένα (στα μαλλιά), είτε με ειδικη επεξεργασία (π.χ. στο καπέλο)
- επεξεργάζομαι ξανά το δίσκο του υπολογιστή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξαναφορμάρω
|