ξανθοκυανωπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξανθοκυανωπία | οι | ξανθοκυανωπίες |
γενική | της | ξανθοκυανωπίας | των | ξανθοκυανωπιών |
αιτιατική | την | ξανθοκυανωπία | τις | ξανθοκυανωπίες |
κλητική | ξανθοκυανωπία | ξανθοκυανωπίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξανθοκυανωπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: απόδοση για την αγγλική xanthocyanopsy < αρχαία ελληνική ξανθός, κυανοῦς και ὤψ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξανθοκυανωπία θηλυκό
- (ιατρική) πάθηση κατά την οποία ο ασθενής βλέπει το περιβάλλον κίτρινο ή (συχνά λόγω καταρράκτη) αντιλαμβάνεται το μπλε πιο έντονο από το φυσιολογικό, ενώ παράλληλα δεν διακρίνει το κόκκινο και το πράσινο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξανθοκυανωπία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)