ξανθωπός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξανθωπός | η | ξανθωπή | το | ξανθωπό |
γενική | του | ξανθωπού | της | ξανθωπής | του | ξανθωπού |
αιτιατική | τον | ξανθωπό | την | ξανθωπή | το | ξανθωπό |
κλητική | ξανθωπέ | ξανθωπή | ξανθωπό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξανθωποί | οι | ξανθωπές | τα | ξανθωπά |
γενική | των | ξανθωπών | των | ξανθωπών | των | ξανθωπών |
αιτιατική | τους | ξανθωπούς | τις | ξανθωπές | τα | ξανθωπά |
κλητική | ξανθωποί | ξανθωπές | ξανθωπά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξανθωπός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ξανθωπός < αρχαία ελληνική ξανθός ξανθ- + -ωπός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ksan.θoˈpos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξαν‐θω‐πός
Επίθετο[επεξεργασία]
ξανθωπός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξανθωπός
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ξανθωπός | τὸ | ξανθωπόν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ξανθωποῦ | τοῦ | ξανθωποῦ | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ξανθωπῷ | τῷ | ξανθωπῷ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ξανθωπόν | τὸ | ξανθωπόν | ||
κλητική ὦ! | ξανθωπέ | ξανθωπόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ξανθωποί | τὰ | ξανθωπᾰ́ | ||
γενική | τῶν | ξανθωπῶν | τῶν | ξανθωπῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ξανθωποῖς | τοῖς | ξανθωποῖς | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ξανθωπούς | τὰ | ξανθωπᾰ́ | ||
κλητική ὦ! | ξανθωποί | ξανθωπᾰ́ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξανθωπώ | τὼ | ξανθωπώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ξανθωποῖν | τοῖν | ξανθωποῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξανθωπός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ξανθός, ξανθ- + -ωπός
Επίθετο[επεξεργασία]
ξανθωπός, -ός, -όν
- (ελληνιστική κοινή) με ανοιχτόχρωμο ξανθό δέρμα
Πηγές[επεξεργασία]
- ξανθωπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ξανθ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωπός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'βοηθός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'βοηθός' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ξανθ- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ωπός (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)