ξαπλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαπλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξαπλώνω < ἐξαπλώνω < ελληνιστική κοινή ἐξαπλῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, π.αόρ.: ξαπλώθηκα, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος

  1. (αμετάβατο)
    1. τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
    2. πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
      θα πάω να ξαπλώσω για λίγο
  2. (μεταβατικό)
    1. τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
      ※  Με ξάπλωσαν πάνω σ' ένα τραπέζι με ρόδες. (Θανάσης Βαλτινός, Ο γύψος. Συλλογή διηγημάτων Δεκαοχτώ κείμενα. Αθήνα: Κέδρος, 1970)
    2. ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαπλώνω