ξεγελαστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξεγελαστής οι ξεγελαστές
      γενική του ξεγελαστή των ξεγελαστών
    αιτιατική τον ξεγελαστή τους ξεγελαστές
     κλητική ξεγελαστή ξεγελαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεγελαστής < ξεγελάω / ξεγελώ, θέμα ξε-γελασ- + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kse.ʝe.laˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐γε‐λα‐στής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεγελαστής αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ξε-, γελαστής και γελάω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • «ξεγελώ (& ξεγελαστής)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)