ξεγελώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεγελώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐκγελῶ
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεγελώ
- άλλη μορφή του ξεγελάω