ξεζώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεζώνω
- βγάζω κάτι που φοράω γύρω από τη μέση μου, πχ μια ζώνη.
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεζώνω | ξέζωνα | θα ξεζώνω | να ξεζώνω | ξεζώνοντας | |
β' ενικ. | ξεζώνεις | ξέζωνες | θα ξεζώνεις | να ξεζώνεις | ξέζωνε | |
γ' ενικ. | ξεζώνει | ξέζωνε | θα ξεζώνει | να ξεζώνει | ||
α' πληθ. | ξεζώνουμε | ξεζώναμε | θα ξεζώνουμε | να ξεζώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεζώνετε | ξεζώνατε | θα ξεζώνετε | να ξεζώνετε | ξεζώνετε | |
γ' πληθ. | ξεζώνουν(ε) | ξέζωναν ξεζώναν(ε) |
θα ξεζώνουν(ε) | να ξεζώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέζωσα | θα ξεζώσω | να ξεζώσω | ξεζώσει | ||
β' ενικ. | ξέζωσες | θα ξεζώσεις | να ξεζώσεις | ξέζωσε | ||
γ' ενικ. | ξέζωσε | θα ξεζώσει | να ξεζώσει | |||
α' πληθ. | ξεζώσαμε | θα ξεζώσουμε | να ξεζώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεζώσατε | θα ξεζώσετε | να ξεζώσετε | ξεζώστε | ||
γ' πληθ. | ξέζωσαν ξεζώσαν(ε) |
θα ξεζώσουν(ε) | να ξεζώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεζώσει | είχα ξεζώσει | θα έχω ξεζώσει | να έχω ξεζώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεζώσει | είχες ξεζώσει | θα έχεις ξεζώσει | να έχεις ξεζώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεζώσει | είχε ξεζώσει | θα έχει ξεζώσει | να έχει ξεζώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεζώσει | είχαμε ξεζώσει | θα έχουμε ξεζώσει | να έχουμε ξεζώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεζώσει | είχατε ξεζώσει | θα έχετε ξεζώσει | να έχετε ξεζώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεζώσει | είχαν ξεζώσει | θα έχουν ξεζώσει | να έχουν ξεζώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεζώνω
|