ξεναγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξεναγία οι ξεναγίες
      γενική της ξεναγίας
    αιτιατική την ξεναγία τις ξεναγίες
     κλητική ξεναγία ξεναγίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεναγία < λέξη της καθαρεύουσας για την ξενάγηση, όπως και η ξενάγησις < αρχαία ελληνική ξεναγία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεναγία θηλυκό

  1. η ξενάγηση
  1. → δείτε τη λέξη ξενάγηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεναγία < ξεναγός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεναγία

  • το αξίωμα του ξεναγού, που ήταν ο επικεφαλής των μισθοφορικών ή ξένων στρατευμάτων


Συγγενικά[επεξεργασία]