ξενισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξενισμός οι ξενισμοί
      γενική του ξενισμού των ξενισμών
    αιτιατική τον ξενισμό τους ξενισμούς
     κλητική ξενισμέ ξενισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενισμός < αρχαία ελληνικήξενισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξενισμός αρσενικό

  1. ο μιμητισμός στις ξενικές συνήθεις, στη χρήση ξενικών φράσεων, όρων κ.λπ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενισμός < ξένος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξενισμός και ξενοσύνη

  1. παροχή φιλοξενίας, η υποδοχή ξένου

Συγγενικά[επεξεργασία]