ξενοδοχειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενοδοχειακός < ξενοδοχείο
Επίθετο[επεξεργασία]
ξενοδοχειακός, -ή, -ό
- σχετικός με ξενοδοχείο
- ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις