ξενοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενοκρατία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξενοκρατία θηλυκό
- η επέμβαση και η κυριαρχία συμφερόντων τρίτων κρατών στις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις μιας χώρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενοκρατία
|