ξενομανία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξενομανία οι ξενομανίες
      γενική της ξενομανίας των ξενομανιών
    αιτιατική την ξενομανία τις ξενομανίες
     κλητική ξενομανία ξενομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενομανία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξενομανία. Συγχρονικά αναλύεται σε ξενο- + -μανία. Ο Πλούταρχος χρησιμοποιεί το ρήμα ξενομανῶ.[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξενομανία θηλυκό

  1. ο υπερβολικός θαυμασμός ξένων ηθών και εθίμων
  2. η μίμηση ξένων τρόπων ζωής

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]