ξενόδουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ξενόδουλος
- που είναι δουλικός προς ξένα, μη εθνικά συμφέροντα
- που μιμείται δουλικά ξένες συνήθειες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενόδουλος
|