ξεπετάγομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπετάγομαι < ξεπετώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεπετάγομαι

  1. μεγαλώνω, μπορώ πια να περπατήσω (για νήπια) ή πάω πια στο σχολείο ή είμαι πλέον έφηβος, μοιάζω γυναίκα ή άνδρας αντίστοιχα
  2. πετάγομαι αιφνιδιαστικά χωρίς να με περιμένουν
    ※  Ξεπετάχτηκε τρομαγμένη και κοίταξε γύρω. (Πηνελόπη Δέλτα (1921) Το γραφτό [διήγημα])

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]