ξεπληρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπληρώνω < ξε + πληρώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεπληρώνω

  1. πληρώνω το σύνολο ή μέρος του ποσού που οφείλω
  2. ανταποδίδω χάρη ή ευεργεσία

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]