ξεπούλημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεπούλημα τα ξεπουλήματα
      γενική του ξεπουλήματος των ξεπουλημάτων
    αιτιατική το ξεπούλημα τα ξεπουλήματα
     κλητική ξεπούλημα ξεπουλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπούλημα < ξεπουλώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεπούλημα ουδέτερο

  1. (οικονομία) εκποίηση, το πούλημα στοιχείων ενεργητικού μιας εταιρείας ή χώρας όσο-όσο για την απόκτηση ρευστότητας, δηλαδή η πώληση ειδών ή υπηρεσιών ή πλουτοπαραγωγικών πηγών σε πολύ χαμηλές τιμές
    μετά την πτώση του Κομμουνισμού στο πρώην ανατολικό μπλοκ, η ιδιωτικοποίηση των κρατικών εταιρειών βρήκε έντονο ανταγωνισμό και από εκεί που ήταν μια (ενδεχομένως) επικερδής διαδικασία οι ελληνικές κυβερνήσεις βρέθηκαν στο δίλημμα να ξεπουλήσουν τις εταιρείες που είχαν κρατικοποιήσει μετά την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ, λόγω απώλειας ανταγωνιστικότητας, ή να ανέχονται - οι κυβερνήσεις - τη συσσώρευση ελλειματικών προϋπολογισμών. Η απαγόρευση δια νόμου του 1987 η οποία απαγορεύει την αύξηση μισθού των δημοσίων υπαλλήλων ήταν η αφορμή για κατά τόπους απεργιακές κινητοποιήσεις των κάθε εργαζομένων κρατικών εταιρειών μέχρι σήμερα να διαδηλώνουν περί ξεπουλήματος κεκτημένων και δημόσιας περιουσίας
  2. (μεταφορικά) η εκποίηση ιδεών και αξιών
    τόσο καιρό μαζί και με ξεπουλάς με άλλη;

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]