ξερνοβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξερνοβολώ < ξερνώ + βάλλω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξερνοβολώ

  • κάνω εμετό διαρκώς, ξανά και ξανά