ξερόφυλλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξερόφυλλο < ξερό- + φύλλο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξερόφυλλο ουδέτερο

  1. το ξεραμένο φύλλο
  2. (μεταφορικά) το ασήμαντο, το νεκρό και μη χρήσιμο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]