ξερόφυλλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξερόφυλλο ουδέτερο
- το ξεραμένο φύλλο
- (μεταφορικά) το ασήμαντο, το νεκρό και μη χρήσιμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξερόφυλλο
|