ξεφούσκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεφούσκωμα < ξεφουσκώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεφούσκωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα και η ενέργεια του ρήματος ξεφουσκώνω, η αφαίρεση του αέρα από ένα φουσκωτό, φουσκωμένο αντικέιμενο ή η απώλεια του αέρα που περιέχει λόγω βλάβης
- (μεταφορικά) η αποκατάσταση μιας υπερβολικά διογκωμένης κατάστασης στις φυσικές της διαστάσεις
- η ανακούφιση από την αποκατάσταση της λειτουργίας του στομάχου και των εντέρων, η απαλλαγή από το φούσκωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεφούσκωμα
|