ξεφτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεφτίζω < αρχαία ελληνική ἐκπτύω < πτύω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεφτίζω

  1. (μεταβατικό) διαλύω κάτι σε ξέφτια, ξηλώνω
  2. (αμετάβατο) διαλύομαι κάτι σε ξέφτια, ξηλώνομαι
  3. (μεταφορικά) υποβιβάζω κάτι, μειώνω την αξία του

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]