ξεφωνημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεφωνημένος < ξεφωνώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεφωνημένος
- που τον έχουν ξεφωνήσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεφωνημένος
|